- ευνάσιμος
- εὐνάσιμος, -ον (Α) [ευνάζω]1. ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κατάκλιση, για να κοιμάται κάποιος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐνάσιμαάνετα μέρη, κατάλληλα για ύπνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐνάσιμα — εὐνάσιμος good for sleeping in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)